Translate

Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

Αρώματα και η ιστορία τους




Από τα αρχαία χρόνια μέχρι και σήμερα, τα αρώματα παραμένουν μία από τις πρώτες επιλογές καλλωπισμού τόσο για τις γυναίκες, όσο και για τους άντρες. Προσδίδουν γοητεία, είναι συνώνυμα της περιποίησης και συνδέονται άμεσα με την κοινωνική καταξίωση, τη φρεσκάδα και την επιτυχία. Στις μέρες μας υπάρχουν αρώματα για όλες σχεδόν τις προσωπικότητες (ρομαντικές, αισθησιακές, σοβαρές), ποιες είναι όμως οι ρίζες τους και από πού και πως εξελίχθηκε αυτή η μακρόχρονη παράδοση;



Τι είναι το άρωμα

Άρωμα είναι ένα μείγμα από αιθέρια έλαια και αρωματικά συστατικά, που χρησιμοποιείται για να προσδίδει στο ανθρώπινο σώμα, τα ζώα, σε αντικείμενα και χώρους μία ευχάριστη μυρωδιά. Τα αρώματα είναι γνωστό ότι υπάρχουν σε κάποιους από τους πιο πρώιμους ανθρώπινους πολιτισμούς, είτε μέσω των αρχαίων κειμένων ή από αρχαιολογικές ανασκαφές. Η σύγχρονη αρωματοποιία ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα. Το «άρωμα» (perfume) προέρχεται από το λατινικό “perfumus”, που σημαίνει "μέσω του καπνού". Η  τέχνη της παρασκευής αρωμάτων, ξεκίνησε στην αρχαία Μεσοποταμία και την Αίγυπτο και βελτιώθηκε περαιτέρω από τους Ρωμαίους και τους Πέρσες.


Τα πρώτα αρώματα

Η πρώτη μορφή αρώματος ήταν το λιβάνι. Ανακαλύφθηκε στη Μεσοποταμία πριν από 4,000 χρόνια. Η πρώτη καταγεγραμμένη αρωματοποιός στον κόσμο ήταν γυναίκα με το όνομα Etruscan. Το όνομά της αναφέρεται σε σφηνοειδή πινακίδα της Μεσοποταμίας, της2ης χιλιετίας π.Χ. Σύμφωνα με ανασκαφές που έγιναν στον Πύργο, της Κύπρου, ανακαλύφθηκαν αρώματα, τα οποία ανήκουν στην ίδια χρονολογία με αυτά της Μεσοποταμίας. Βρέθηκαν σε ένα αρχαίο αρωματοποιείο. Τουλάχιστον 60 αποστακτήρες, φουγάρα, βάζα ανάμειξης και μυροδοχεία βρέθηκαν στο 4,000 τετραγωνικών μέτρων εργοστάσιο. Στους αρχαίους χρόνους οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν βότανα και μπαχαρικά, όπως αμύγδαλα, κόλιαντρο, μυρτιά, ρητίνη κωνοφόρων δέντρων, περγαμόντο, καθώς και λουλούδια για την Παρασκευή των αρωμάτων.

Η Αίγυπτος

Μέχρι και την αρχή της Χρυσής Εποχής της Αιγύπτου, τα αρώματα χρησιμοποιούνταν μόνο στα τελετουργικά για τους θεούς και τους Φαραώ. Σκοπός των αρωμάτων δεν ήταν η προσέλκυση του αντίθετου φύλου, αλλά εύνοια των θεών. Όταν στις 26 Νοεμβρίου του 1922, οι αρχαιολόγοι Χάουαρντ Κάρτερ και λόρδος Κάρναρβον άνοιξαν τον τάφο του Τουταγχαμών, μια μεθυστική μυρωδιά εξαπλώθηκε.  Ήταν το κύφι, φημισμένο άρωμα που οι αρχαίοι Αιγύπτιοι παρασκεύαζαν από δεκαέξι διαφορετικά συστατικά και το προσέφεραν κάθε απόγευμα στον θεό Ρα.  Οι Αιγύπτιοι έτρεφαν για τα αρώματα τους μεγάλο σεβασμό, και πίστευαν ότι μόνο τα καλύτερα δοχεία ήταν ικανά να τα περιέχουν. Για να δημιουργούν όμορφα δοχεία, χρησιμοποιούσαν εξωτικά υλικά, όπως το αλάβαστρο, έβενο και πορσελάνη. Όταν φτιάχτηκε γυαλί για πρώτη φορά στην Αίγυπτο, θεωρήθηκε πιο πολύτιμο από τα υπόλοιπα και ξεκίνησαν να το χρησιμοποιούν για τα αρώματα.






Ρώμη και Ελλάδα

Λέγεται πως οι πρώτοι που κατασκεύασαν υγρό άρωμα ήταν οι Έλληνες, αν και το συγκεκριμένο δεν είχε κάποια σχέση με τα σημερινά. Για να δημιουργήσουν το άρωμα, χρησιμοποίησαν ένα μείγμα από αρωματική σκόνη και λάδι, χωρίς αλκοόλ. Οι Έλληνες είχαν αδυναμία σε ορισμένα λουλούδια, στον κρίνο και το τριαντάφυλλο. Ο Σόλων και ο Λυκούργος τα απαγόρευσαν και κατεδίωξαν τους αρωματοπώλες, ενώ ο Σοφοκλής και ο Σωκράτης, καθώς και άλλοι πολλοί ποιητές και φιλόσοφοι καταδίκασαν τη χρήση τους.
Οι Ρωμαίοι ήταν παθιασμένοι με τα αρώματα. Έβαζαν άρωμα ακόμη και στα σκυλιά και τα άλογά τους, ενώ στις γιορτές τους, έβαζαν άρωμα στα φτερά πουλιών, και τα αφήναν ελεύθερα στο δωμάτιο, απελευθερώνοντας το άρωμα καθώς πετούσαν.


Τα αρώματα και οι θρησκείες

Οι Εβραίοι απέδιδαν στα αρώματα ιερότητα και απαγόρευαν στις γυναίκες να τα χρησιμοποιούν για τον καλλωπισμό τους. Υπήρχε νόμος που τιμωρούσε κάθε τέτοια ιεροσυλία. Υπάρχουν αναφορές τους στη Βίβλο, με πιο σημαντική αυτή της Καινής Διαθήκης, που αναφέρει πως οι τρεις μάγοι έφεραν δώρα, χρυσό, λιβάνι και σμύρνα στον Ιησού. Στα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού η χρήση αρωμάτων είχε απαγορευτεί, αφού η μυρωδιά τους είχε αποδοκιμαστεί από την εκκλησία ως υπερβολικά αισθησιακή και αιτία πειρασμού. Ο μουσουλμανισμός από την άλλη πλευρά διατήρησε την παράδοση των αρωμάτων, αφού το Κοράνι υποστήριζε τη χρήση τους. Οι μουσουλμάνοι μπορούσαν να χρησιμοποιούν τις αρωματικές ουσίες όχι μόνο κατά την διάρκεια των θρησκευτικών τους λειτουργιών αλλά να τις απολαμβάνουν καθημερινά.

Η σύγχρονη αρωματοποιία
Η σύγχρονη ιστορία του αρώματος εστιάζει κυρίως στη Γαλλία, αφού τα πιο πολύτιμα ιαματικά βότανα και αρώματα της εποχής εντοπίζονται στον γαλλικό Νότο. Ιδιαιτέρως σημαντική είναι η πόλη Γκράς, όπου καλλιεργούνται βιολέτες, λεβάντα, γιασεμιά, γαρύφαλλα και τριαντάφυλλα. Εκεί αναπτύχθηκε η τεχνική εξαγωγής "καθαρού" αρώματος, με απόσταξη με υδρατμό ή με οινόπνευμα. Μέχρι και σήμερα αποτελεί την πρωτεύουσα των αρωμάτων, αφού απασχολεί 2,000 άτομα και ο τζίρος της κυμαίνεται στα 600 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο, δηλαδή περίπου το 6% της παγκόσμιας αγοράς. Όμως παρόλο που η Γαλλία θεωρείται η χώρα των αρωμάτων, το πρώτο σύγχρονο αρωματοποιείο δεν ήταν γαλλικό. Ο βρετανός αρωματοποιός Κρίντ άνοιξε το 1760 έναν οίκο αρωμάτων στο Λονδίνο, ο οποίος μεταφέρθηκε στο Παρίσι το 1854. Στα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίστηκαν τα συνθετικά προϊόντα.


Τα αρώματα σήμερα

Γενικά, οι εταιρείες που κάνουν τα αρώματα δεν αποκαλύπτουν τις «συνταγές»των αρωμάτων τους. Τις κρατάνε μυστικές και αυτός είναι και ο λόγος που διαφοροποιείται το ένα άρωμα από το άλλο. Για την παρασκευή τους χρησιμοποιούν διάφορες ουσίες όπως από φυτά και άλλες φυσικές πηγές, για να δημιουργήσουν μία μοναδική μυρωδιά για κάθε άρωμα.  Ορισμένες εταιρείες αρωμάτων χρησιμοποιούν επίσης ορισμένες συνθετικές ουσίες.
Μέχρι τον 20ο αιώνα, δημιουργήθηκαν πολλά από τα γνωστά αρώματα του σήμερα, συμπεριλαμβανομένων των Chanel no5, Shalimar από Guerlain, και Tabu από Dana, μεταξύ 1920 και 1940. Το άρωμα, όμως, θεωρούταν προϊόν υψηλής ποιότητας έως το 1960, και τα αρώματα σχεδιαστών, όπως του Yves Saint Laurent και άλλων εισήλθαν στην αγορά σε τιμές προσιτές για τη μεσαία τάξη. Το '80, από την άλλη πλευρά, έγιναν πολύ δημοφιλή αρώματα από μάρκες ρούχων, γνωστών σχεδιαστών, όπως το Giorgio Beverly Hills και το Obsession της  Calvin Klein.